καθαίρομαι

καθαίρομαι
καθαίρω
cleanse
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγνοπολούμαι — ἁγνοπολοῡμαι ( έομαι) (Μ) εξαγνίζομαι, καθαίρομαι με θυσία ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνοπόλος < ἁγνός + πολῶ] …   Dictionary of Greek

  • καθαίρω — (AM καθαίρω) 1. καθαρίζω («καθήρατε δὲ κρητῆρας», Ομ. Οδ.) 2. εξαγνίζω από έγκλημα ή αμάρτημα («καθαίρειν τινὰ φόνου», Ηρόδ.) αρχ. 1. απαλλάσσω μια χώρα από τέρατα και ληστές («καθαίρειν γῆν και θάλατταν», Πλούτ.) 2. ιατρ. καθαρίζω, κάνω κένωση… …   Dictionary of Greek

  • καθαριώ — καθαριῶ, όω (Α) [καθαρός] (κυρίως το μέσ.) καθαριοῡμαι, όομαι εξαγνίζομαι, καθαίρομαι, καθαρίζομαι («ἐκαθαριώθησαν... ὑπὲρ χιόνα», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • σχάζω — ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή νεοελλ. 1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων») 2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν») β) ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • φοιβονομούμαι — έομαι, Α (θεσσαλική λ.) καθαίρομαι, εξαγνίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖβος «καθαρός, αγνός» + νομοῦμαι (< νόμος*), μέσω ενός αμάρτυρου *φοιβονόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”